- πολυωπέτις
- -ιδος, ἡ Α(ποιητ. τ. θηλ.) βλ. πολυωπής (Ι).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυωπέτις — many eyed fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυωπής — (I) ές, και ποιητ. τ. θηλ. πολυωπέτις, ιδος, Α αυτός που έχει πολλές οπές, πολυωπός* («ἰχθυοβόλον πολυωπές... λίνον», Ανθ. Παλ.]. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού πολυωπός, κατά τα σιγμόληκτα]. (II) ές, Α αυτός που έχει πολλούς οφθαλμούς («ποιμένα τού… … Dictionary of Greek